- χρυσοδαίδαλτος
- χρῡσο-δαίδαλτος, ον,A decked with rich work of gold, Ar.Ec.972 (lyr.), E.IA219(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσοδαίδαλτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. διακοσμημένος με χρυσά σχέδια 2. τρυφερή προσφώνηση αγαπημένων προσώπων («ὠ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Κυπρίδος ἔρνος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δαίδαλτος (< δαίδάλλω «κοσμώ, διακοσμώ»), πρβλ. ὑψι δαίδαλτος] … Dictionary of Greek
χρυσοδαίδαλτον — χρυσοδαίδαλτος decked with rich work of gold masc/fem acc sg χρυσοδαίδαλτος decked with rich work of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοδαιδάλτοις — χρυσοδαίδαλτος decked with rich work of gold masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)